- αθαυματούργητος
- -η, -ο [θαυματουργώ]αυτός που δεν θαυματούργησε ή δεν μπορεί να θαυματουργήσει, να κάνει θαύματα«άγιος αθαυματούργητος, τιμή δεν έχει».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθαυματούργητος — αθαυματούργητος, η, ο και αθαματούργητος, η, ο αυτός που δε θαυματουργεί: Άγιος αθαυματούργητος δόξα, τιμή δεν έχει (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)